Pneumático em grego
Tradução: pneumático, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
κόπωση, κουράζω, εξαντλώ, λάστιχο, άσχημος, πνευματικός, πεπιεσμένου αέρα, πνευματικό, πνευματικού, πεπιεσμένου
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: pneumático
pneumático e hidráulico, pneumático significado, pneumático em inglês, pneumático cilindro, pneumático definição, pneumático dicionário de língua grego, pneumático em grego
Traduções
- plásticos em grego - πλαστικός, πλαστικά, πλαστικών, πλαστικό, πλαστικές ύλες, πλαστικού
- pneu em grego - εξαντλώ, κουράζω, λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
- pobre em grego - οικτρός, αξιολύπητος, καημένος, φτωχός, άθλιος, ελεεινός, πάπισσα, ...
- pobreza em grego - πασπαλίζω, φτώχεια, πενία, πούδρα, ένδεια, μιζέρια, φτώχειας, ...
Palavras aleatórias
Pneumático em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: κόπωση, κουράζω, εξαντλώ, λάστιχο, άσχημος, πνευματικός, πεπιεσμένου αέρα, πνευματικό, πνευματικού, πεπιεσμένου
Traduções: κόπωση, κουράζω, εξαντλώ, λάστιχο, άσχημος, πνευματικός, πεπιεσμένου αέρα, πνευματικό, πνευματικού, πεπιεσμένου