Provar em grego
Tradução: provar, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
προνοώ, εξετάζω, αποδείξεις, απόπειρα, ελέγχω, εμφαίνω, προσπάθεια, έκθεση, αποδεικνύω, δοκίμια, δείγμα, δείχνω, παρέχω, απόδειξη, ψάχνω, αναζητώ, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: provar
provar união de facto, provar comida e ganhar dinheiro, provar sinonimo, provar união de facto irs, provar em ingles, provar dicionário de língua grego, provar em grego
Traduções
- protótipo em grego - επιτομή, εικόνα, πρωτότυπο, καμαρωτός, περήφανος, είδωλο, πρωτοτύπου, ...
- prova em grego - υπογράφω, επιθεώρηση, δοκιμασία, στυλοβάτης, απόδειξη, πειστήριο, ελέγχω, ...
- provavelmente em grego - πρόβλημα, κρίνος, πιθανά, πιθανότατα, πιθανότερο, πιο πιθανό, πολύ πιθανό, ...
- proveito em grego - κέρδος, απολαβές, απολαβή, δίχτυ, αποδοχές, ωφέλεια, πλεονέκτημα, ...
Palavras aleatórias
Provar em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: προνοώ, εξετάζω, αποδείξεις, απόπειρα, ελέγχω, εμφαίνω, προσπάθεια, έκθεση, αποδεικνύω, δοκίμια, δείγμα, δείχνω, παρέχω, απόδειξη, ψάχνω, αναζητώ, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Traduções: προνοώ, εξετάζω, αποδείξεις, απόπειρα, ελέγχω, εμφαίνω, προσπάθεια, έκθεση, αποδεικνύω, δοκίμια, δείγμα, δείχνω, παρέχω, απόδειξη, ψάχνω, αναζητώ, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει