Vão em grego
Tradução: vão, Dicionário: português » grego
Linguagem de origem:
português
Linguagem alvo:
grego
Traduções:
ματαιόδοξος, αδρανής, μιμούμαι, παραποιώ, άγονος, ξιπασμένος, χρήστης, ισχύων, ψευδής, μάταιος, κόλπος, άκαρπος, μελλοντικός, σπιθαμή, κενό, άδειος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Palavras relacionadas
Outras línguas
Palavras relacionadas: vão
vão grau superlativo absoluto sintetico, vão de janela, vão em ingles, vão haver, vão arquitectos, vão dicionário de língua grego, vão em grego
Traduções
- válvula em grego - φορτηγάκι, σωλήνας, βαλβίδα, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
- vário em grego - διάφορα, διάφορος, βερνικώνω, διάφορες, διαφόρων, διάφορους, διάφοροι
- vénia em grego - φιλοφρόνηση, πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
- vértice em grego - κορυφώνω, στέμμα, ρεγάλο, αποκορύφωμα, πουρμπουάρ, κορώνα, ακμή, ...
Palavras aleatórias
Vão em grego - Dicionário: português » grego
Traduções: ματαιόδοξος, αδρανής, μιμούμαι, παραποιώ, άγονος, ξιπασμένος, χρήστης, ισχύων, ψευδής, μάταιος, κόλπος, άκαρπος, μελλοντικός, σπιθαμή, κενό, άδειος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Traduções: ματαιόδοξος, αδρανής, μιμούμαι, παραποιώ, άγονος, ξιπασμένος, χρήστης, ισχύων, ψευδής, μάταιος, κόλπος, άκαρπος, μελλοντικός, σπιθαμή, κενό, άδειος, μάταια, μάταιη, μάταιες