Feroce în greacă
Traducere: feroce, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, μανιασμένος, οργισμένος, θηριώδης, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: feroce
feroce scarpa, feroce coaching, feroce synonyme, feroce d avocat, feroce d'avocat recette, feroce dictionarul de limbaje greacă, feroce în greacă
Traduceri
- fermitate în greacă - αποφασιστικότητα, σκοπός, σταθερότητα, σφριγηλότητα, σκληρότητα, τη σταθερότητα
- fermă în greacă - αγρόκτημα, εκμετάλλευση, αγροκτήματος, φάρμα, γεωργικών εκμεταλλεύσεων
- fertil în greacă - γόνιμος, εύφορος, εύφορη, γόνιμο, εύφορο
- fertilitate în greacă - ευγονία, γονιμότητα, ευφορία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Cuvinte aleatorii
Feroce în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, μανιασμένος, οργισμένος, θηριώδης, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο
Traduceri: μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, μανιασμένος, οργισμένος, θηριώδης, άγρια, έντονος, άγριο, έντονο