Lene în greacă
Traducere: lene, Dictionar: română » greacă
Limba sursa:
română
Limba tinta:
greacă
Traduceri:
τεμπέλης, νωχελής, οκνηρία, νωθρότητα, νωθρότητας, η νωθρότητα, οκνηρίας
Cuvinte asemenea
Alte limbi
Cuvinte asemenea: lene
lene cronica, lena miclaus, lene selmer, lene sinonime, lene text argumentativ, lene dictionarul de limbaje greacă, lene în greacă
Traduceri
- legătură în greacă - σύνδεση, σύνδεσης, σχέση, πλαίσιο, σχετικά
- lemn în greacă - ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο, ξυλεία
- leneş în greacă - μαλθακός, νωχελής, ράθυμος, νωθρός, τεμπέλης, τεμπέληδες, τεμπέλης για, ...
- lent în greacă - βραδύς, αργά, σιγά, βραδέως, αργή
Cuvinte aleatorii
Lene în greacă - Dictionar: română » greacă
Traduceri: τεμπέλης, νωχελής, οκνηρία, νωθρότητα, νωθρότητας, η νωθρότητα, οκνηρίας
Traduceri: τεμπέλης, νωχελής, οκνηρία, νωθρότητα, νωθρότητας, η νωθρότητα, οκνηρίας