Определять на греческом языке
Перевод: определять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: определять
определять время бинарным часам, определять время, определять перевод, определять время по солнцу, определять викисловарь, определять словарь иностранных слов греческий, определять на греческом языке
Переводы
- определяемый на греческом языке - προσδιορίσιμο, οριζόμενων, μπορεί να ταξινομηθεί, καθορίσιμα, αναγνωρίσιμα
- определяет на греческом языке - καθορίζει, προσδιορίζει, ορίζει, κρίνει, καθορίζει την
- определяться на греческом языке - κατατάσσομαι, παίρνω, εντάσσω, εξασφαλίζω, καθορίζεται, προσδιορίζεται, καθοριστεί, ...
- определяющий на греческом языке - καθορισμό, τον καθορισμό, ορισμό, καθορίζοντας, τον ορισμό
Случайные слова
Определять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Переводы: φορολογώ, ιθύνω, προβληματίζω, βάζω, αναλογία, διέπω, υπολογίζω, προκρίνομαι, κανονίζω, ορίζω, αποδίδω, αναγνωρίζω, ταυτίζω, διορίζω, αναθέτω, κυβερνώ, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί