Отдельный на греческом языке
Перевод: отдельный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χωριστός, αρκετοί, ανύπαντρος, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, άτομο, απόκοσμος, χωρίζω, απομονωμένος, αρκετές, μοναχικός, μονόκλινος, αυτεξούσιος, ξεχωριστός, ασυντρόφευτος, ατομικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: отдельный
отдельный перевод, отдельный арктический пограничный отряд, отдельный предмет в пространстве, отдельный корпус жандармов, отдельный батальон, отдельный словарь иностранных слов греческий, отдельный на греческом языке
Переводы
- отделываться на греческом языке - ξεφορτώνω, αδειάζω, κατεβαίνω, κατεβείτε, να κατεβείτε, κατεβείτε από, κατεβαίνετε
- отдельно на греческом языке - χωριστά, ειδικά, ιδίως, ατομικά, ξεχωριστά, χωριστή, μεμονωμένα
- отделять на греческом языке - αποκολλώ, μετακομίζω, αποκόβω, χωριστός, κόβω, χωρίζω, ξεχωριστός, ...
- отделяться на греческом языке - ιδιαίτερος, χωρίζω, αποκολλώ, ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, ...
Случайные слова
Отдельный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χωριστός, αρκετοί, ανύπαντρος, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, άτομο, απόκοσμος, χωρίζω, απομονωμένος, αρκετές, μοναχικός, μονόκλινος, αυτεξούσιος, ξεχωριστός, ασυντρόφευτος, ατομικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Переводы: χωριστός, αρκετοί, ανύπαντρος, ιδιαίτερος, ανεξάρτητος, άτομο, απόκοσμος, χωρίζω, απομονωμένος, αρκετές, μοναχικός, μονόκλινος, αυτεξούσιος, ξεχωριστός, ασυντρόφευτος, ατομικός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας