Переутомить на греческом языке
Перевод: переутомить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κάνετε σε, κάνετε στην, κάνει σε, κάνουμε σε, κάνετε στο
Другие языки
Родственные слова: переутомить
переутомить словарь иностранных слов греческий, переутомить на греческом языке
Переводы
- переустройство на греческом языке - ανασυγκρότηση, αναδιοργάνωση, αναδιοργάνωσης, εξυγίανσης, εξυγίανση, αναδιάρθρωση
- переуступать на греческом языке - αναθέτω, αποδίδω, διορίζω, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ...
- переутомление на греческом языке - υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
- переутомленный на греческом языке - υπερεξηντλημένος, παρακουρασμένος, παραδουλευμένος, εξημμένο, εκνευρισμένη
Случайные слова
Переутомить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κάνετε σε, κάνετε στην, κάνει σε, κάνουμε σε, κάνετε στο
Переводы: κάνετε σε, κάνετε στην, κάνει σε, κάνουμε σε, κάνετε στο