Посрамлять на греческом языке
Перевод: посрамлять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κρίμα, ντροπή, δυσμένεια, ταπεινός, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: посрамлять
посрамить это, посрамлять словарь иностранных слов греческий, посрамлять на греческом языке
Переводы
- посрамить на греческом языке - δυσμένεια, ντροπή, κρίμα, ντροπής, την ντροπή, η ντροπή
- посрамление на греческом языке - δυσμένεια, όνειδος, καταισχύνη, ύβρις, αίσχος, κατακραυγή
- посрамляться на греческом языке - καλύπτω, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή
- посредник на греческом языке - συντελεστής, ενδιάμεσος, μεσαίος, παράγων, μεσάζων, διαπραγματευτής, παράγοντας, ...
Случайные слова
Посрамлять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κρίμα, ντροπή, δυσμένεια, ταπεινός, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή
Переводы: κρίμα, ντροπή, δυσμένεια, ταπεινός, ντροπιάζει, θα προκαλούσε ντροπή, κάνει να ζηλέψουν, προκαλούσε ντροπή