Уличать на греческом языке
Перевод: уличать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
καταδικάζω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, ενοχοποιώ, ενοχοποιήσει, ενοχοποιούν, ενοχοποιήσει τον, ενοχοποιήσουν
Другие языки
Родственные слова: уличать
уличать вики, уличать во лжи, уличить это, уличить значение слова, уличить значение, уличать словарь иностранных слов греческий, уличать на греческом языке
Переводы
- улитка на греческом языке - σαλιγκάρι, σαλιγκαριού, σαλιγκαριών, χελώνας, σαλιγκάρια
- улица на греческом языке - δρόμος, οδός, διαδρομή, πορεία, δρόμο, δρόμου, οδό
- уличение на греческом языке - έκθεση, αποκάλυψη, ενοχοποίηση, ποινικοποίηση, ενοχοποίησης, την ποινικοποίηση, επιβαρυντικά για
- уличить на греческом языке - αποκαλύπτω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Случайные слова
Уличать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: καταδικάζω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, ενοχοποιώ, ενοχοποιήσει, ενοχοποιούν, ενοχοποιήσει τον, ενοχοποιήσουν
Переводы: καταδικάζω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, ενοχοποιώ, ενοχοποιήσει, ενοχοποιούν, ενοχοποιήσει τον, ενοχοποιήσουν