Följd på grekiska
Översättning: följd, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
θέμα, επίπτωση, διαδοχή, τεύχος, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, σειρά, έκβαση, κατάληξη, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: följd
följd antonymer, följd av rum, följd av vällevnad, följd engelska, följd grammatik, följd språkordbok grekiska, följd på grekiska
Översättningar
- följa på grekiska - ακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
- följande på grekiska - οπαδοί, ακολουθία, μετά, παρακολούθηση, επόμενος, εξής, ακόλουθες, ...
- följe på grekiska - καβαλιέρος, ακολουθία, συνοδεύω, σύντροφος, Companion, Συντροφιάς, συνοδός, ...
- följning på grekiska - απόκτηση, απόκτημα, Παρακολούθηση, Tracking, παρακολούθησης, Εντοπισμού, Εντοπισμός
Slumpa ord
Följd på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: θέμα, επίπτωση, διαδοχή, τεύχος, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, σειρά, έκβαση, κατάληξη, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Översättningar: θέμα, επίπτωση, διαδοχή, τεύχος, αποτέλεσμα, σημασία, συνέπεια, σειρά, έκβαση, κατάληξη, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος