yunanca Aç
Çeviri: aç, Sözlük: türkçe » yunanca
Kaynak dil:
türkçe
Hedef dil:
yunanca
Çeviriler:
πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Benzer kelimeler
Diğer Diller
Benzer kelimeler: aç
aç kapıyı gir içeri, aç kapıyı veysel efendi, aç ayı oynamaz, aç mario, aç kalarak zayıflama, aç dil sözlüğü yunanca, yunanca aç
Çeviriler
- yunanca azletmek - εκθρονίζω, να απορρίψει, απορρίψει, απόρριψη, απολύσει, απολύσεως
- yunanca azınlık - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
- yunanca açgözlü - άπληστος, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
- yunanca açgözlülük - τσιγκουνιά, φιλαργυρία, απληστία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
Rastgele kelime
yunanca Aç - Sözlük: türkçe » yunanca
Çeviriler: πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα
Çeviriler: πεινασμένος, πεινασμένοι, πεινασμένο, πεινασμένους, πεινασμένα