Глухої грецькою
Переклад: глухої, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
νεκρός, απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πεθαμένος, τυφλός, θαμπώνω, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: глухої
глухої мовний словник грецька, глухої грецькою
Переклади
- глухота грецькою - κώφωση, κώφωσης, την κώφωση, η κώφωση, της κώφωσης
- глухою грецькою - ορμητικός, απερίσκεπτος, ακάθεκτος, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, ...
- глухуватий грецькою - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
- глухій грецькою - ορμητικός, ακάθεκτος, απερίσκεπτος, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, ...
Випадкові слова
Глухої грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: νεκρός, απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πεθαμένος, τυφλός, θαμπώνω, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
Переклади: νεκρός, απερίσκεπτος, ορμητικός, ακάθεκτος, πεθαμένος, τυφλός, θαμπώνω, κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά