Легкий грецькою
Переклад: легкий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προσβάλλω, εύκολος, θίγω, ευχερής, άνετος, ελαφρύς, θύλακας, μικρός, εύστροφος, εύγλωττος, σακούλα, απλοϊκός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: легкий
легкий способ перестать откладывать дела на потом, легкий на спомин, легкий ужин, легкий суп, легкий рок, легкий мовний словник грецька, легкий грецькою
Переклади
- легеневий грецькою - πολτός, πνευμονικός, πνευμονική, πνευμονικής, πνευμονικό, πνευμονικών
- легка грецькою - άνετος, εύκολος, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
- легко грецькою - εύκολα, εύκολος, εύκολη, εύκολο, πιο εύκολη
- легко-легко грецькою - απλώς, απλά, εύκολο, εύκολη, εύκολα, εύκολης, εύκολες
Випадкові слова
Легкий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προσβάλλω, εύκολος, θίγω, ευχερής, άνετος, ελαφρύς, θύλακας, μικρός, εύστροφος, εύγλωττος, σακούλα, απλοϊκός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη
Переклади: προσβάλλω, εύκολος, θίγω, ευχερής, άνετος, ελαφρύς, θύλακας, μικρός, εύστροφος, εύγλωττος, σακούλα, απλοϊκός, εύκολη, εύκολο, εύκολα, πιο εύκολη