Межень грецькою
Переклад: межень, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
όριο, σύνορο, δεμένος, μέσα του καλοκαιριού, μέση του καλοκαιριού, καρδιά του καλοκαιριού, μέσα καλοκαιριού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: межень
межень реки амур, межень реки обь, межень волги, межень реки лена, межень оби, межень мовний словник грецька, межень грецькою
Переклади
- медіум грецькою - μέσον, μεσαίο, μέσο, μέσου, μεσαίου
- межа грецькою - περιθωριακός, μεθόριος, όριο, παραμεθόριος, κορυφή, ρέλι, σύνορο, ...
- межи грецькою - ανάμεσα, περιθώριο, Περιθωρίου, Margin, το περιθώριο, περιθώριο του
- межування грецькою - γειτονικός, διακόπτω, σας διακόπτω, διαμόρφωση σωλήνων, χάραξη περιβλήματος
Випадкові слова
Межень грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: όριο, σύνορο, δεμένος, μέσα του καλοκαιριού, μέση του καλοκαιριού, καρδιά του καλοκαιριού, μέσα καλοκαιριού
Переклади: όριο, σύνορο, δεμένος, μέσα του καλοκαιριού, μέση του καλοκαιριού, καρδιά του καλοκαιριού, μέσα καλοκαιριού