Обшукує грецькою

Переклад: обшукує, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λύτρα, εξαγορά, αναζητήσεις, έρευνες, αναζητήσεων, αναζήτηση, ερευνών
Обшукує грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: обшукує

обшукує мовний словник грецька, обшукує грецькою

Переклади

  • обшук грецькою - αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
  • обшукати грецькою - αναζήτηση, για να αναζητήσετε, για αναζήτηση, να αναζητήσετε, να ψάξετε, για να ψάξετε
  • община грецькою - κοινόβιο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
  • общинний грецькою - κοινόχρηστος, κοινόχρηστη, κοινόχρηστο, κοινόχρηστους, κοινόχρηστων
Випадкові слова
Обшукує грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λύτρα, εξαγορά, αναζητήσεις, έρευνες, αναζητήσεων, αναζήτηση, ερευνών