Падати грецькою
Переклад: падати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κραχ, πάταγος, εκπίπτω, προσκρούω, πέφτω, κατρακυλώ, ρίχνω, γκρεμίζομαι, πτώση, ανατρέπω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: падати
падати на пілотку, падати уві сні, падати у сні, падати синоніми, падати духом, падати мовний словник грецька, падати грецькою
Переклади
- пагінація грецькою - σελιδοποίηση, Σελιδοποίησης, αρίθμηση σελίδων, τη σελιδοποίηση, Σελίδ
- падаль грецькою - ψοφίμι, carrion, κουρούνα, ψοφίμια, το carrion
- падаючий грецькою - λήψη, απόδειξη, παραλαβή, που υπάγονται, πτώση, υπάγονται, εμπίπτουν, ...
- падлюка грецькою - τακούνι, φτέρνα, αχρείος, παλιάνθρωπος, κάθαρμα, αχρείων, καθάρματος
Випадкові слова
Падати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κραχ, πάταγος, εκπίπτω, προσκρούω, πέφτω, κατρακυλώ, ρίχνω, γκρεμίζομαι, πτώση, ανατρέπω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν
Переклади: κραχ, πάταγος, εκπίπτω, προσκρούω, πέφτω, κατρακυλώ, ρίχνω, γκρεμίζομαι, πτώση, ανατρέπω, εμπίπτουν, εμπίπτει, πέσει, πέφτουν