Повен грецькою
Переклад: повен, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γεμάτος, μεστός, έσχατος, τρομερός, πλήρης, φοβερός, ολικός, αγχωμένος, κατάφορτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: повен
повен човен, повен хлівець білих овець, гороскоп овен, повен пень головень, повен мовний словник грецька, повен грецькою
Переклади
- поведінку грецькою - διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
- повезло грецькою - φασόλι, τυχερός, τυχεροί, τυχεροί και, τυχερό, τυχερή
- повернений грецькою - αναθεωρώ, ανασκοπώ, ανασκόπηση, κριτική, αντιμετωπίζει, που αντιμετωπίζει, αντιμετωπίζουν, ...
- повернення грецькою - επάνοδος, σώζω, ανακτώ, επαναφέρω, νευρικός, απόδοση, επιστροφή, ...
Випадкові слова
Повен грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γεμάτος, μεστός, έσχατος, τρομερός, πλήρης, φοβερός, ολικός, αγχωμένος, κατάφορτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Переклади: γεμάτος, μεστός, έσχατος, τρομερός, πλήρης, φοβερός, ολικός, αγχωμένος, κατάφορτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες