Примушувати грецькою
Переклад: примушувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πειθαναγκάζω, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Інші мови
Споріднені слова: примушувати
змушувати примушувати, примушувати синонім, примушувати давати показання, примушувати мовний словник грецька, примушувати грецькою
Переклади
- примушення грецькою - εξαναγκασμός, επιβολή, εφαρμογή, συστολή, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, ...
- примушування грецькою - εξαναγκασμός, εξαναγκασμού, καταναγκασμού, εξαναγκασμό, καταναγκασμό
- примха грецькою - μανιβέλα, αφύσικο, φρικιό, τρέλα, καπρίτσιο, παραξενιά, ιδιοτροπία, ...
- примхи грецькою - ιδιότροπος, άστατος, ιδιοτροπίες, τις ιδιοτροπίες, καπρίτσια, ιδιοτροπιών, τα καπρίτσια
Випадкові слова
Примушувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πειθαναγκάζω, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Переклади: πειθαναγκάζω, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν