Присвоювати грецькою
Переклад: присвоювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: присвоювати
присвоювати привласнювати, присвоювати мовний словник грецька, присвоювати грецькою
Переклади
- прирікати грецькою - ειμαρμένη, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
- приріст грецькою - ένταξη, ενοχοποιώ, προσχώρηση, απόκτημα, άνοδος, ανάπτυξη, αύξηση, ...
- присвоєння грецькою - σφετερισμός, οικειοποίηση, πίστωση, πιστώσεις, Η πίστωση, πίστωσης
- присвята грецькою - αφιέρωση, προσήλωση, αφοσίωση, αφοσίωσή, την αφοσίωση
Випадкові слова
Присвоювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Переклади: διορίζω, προσφέρω, αναθέτω, σφετερίζομαι, αποδίδω, χορηγώ, συσκέπτομαι, κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες