Проникати грецькою
Переклад: проникати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κουνελοφωλιά, διατρυπώ, σκάβω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: проникати
проникати синоніми, проникати словник, проникати мовний словник грецька, проникати грецькою
Переклади
- пронизуючий грецькою - διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
- проникання грецькою - διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
- проникаючий грецькою - διεισδυτικός, διεισδυτική, διεισδύοντας, διείσδυσης, διείσδυση, διεισδύει
- проникливий грецькою - διορατικός, τετραπέρατος, ευφυής, διαπεραστικός, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, ...
Випадкові слова
Проникати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κουνελοφωλιά, διατρυπώ, σκάβω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Переклади: κουνελοφωλιά, διατρυπώ, σκάβω, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν