Рахунок грецькою
Переклад: рахунок, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: рахунок
рахунок фактура, рахунок лоро, рахунок це, рахунок в банку, рахунок ревякин, рахунок мовний словник грецька, рахунок грецькою
Переклади
- рахувати грецькою - αναφορά, λογαριάζω, υπολογίζω, λογαριασμός, σημασία, αρίθμηση, μετράνε, ...
- рахуватися грецькою - αναβάλλω, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
- рахівник грецькою - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
- рахівниця грецькою - άβακας, αβάκιο, αριθμητήριο, άβακα, κιονόκρανο, abacus
Випадкові слова
Рахунок грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες
Переклади: σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες