Слабкий грецькою
Переклад: слабкий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τρικ, ξεγελώ, τσουλούφι, ύφεση, αδύναμος, εύθραυστος, τούφα, σφήκα, μαλακός, κουτάβι, αναιμικός, ελαφρύς, ανίσχυρος, εβδομάδα, κόλπο, υπολογίζω, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: слабкий
слабкий тип нервової системи, слабкий імунітет що робити, слабкий пульс, слабкий геннадій олексійович, слабкий тип внд, слабкий мовний словник грецька, слабкий грецькою
Переклади
- слабка грецькою - αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
- слабке грецькою - υφιστάμενος, τσιράκι, αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
- слабко грецькою - στρώνω, ξαπλώνω, κοσμικός, ασθενώς, ελαφρώς, αδύναμα, ασθενή, ...
- слабкість грецькою - ατονία, μίλι, πλύση, αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, ...
Випадкові слова
Слабкий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τρικ, ξεγελώ, τσουλούφι, ύφεση, αδύναμος, εύθραυστος, τούφα, σφήκα, μαλακός, κουτάβι, αναιμικός, ελαφρύς, ανίσχυρος, εβδομάδα, κόλπο, υπολογίζω, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Переклади: τρικ, ξεγελώ, τσουλούφι, ύφεση, αδύναμος, εύθραυστος, τούφα, σφήκα, μαλακός, κουτάβι, αναιμικός, ελαφρύς, ανίσχυρος, εβδομάδα, κόλπο, υπολογίζω, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής