Схвалити грецькою
Переклад: схвалити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: схвалити
ухвалити рішення, ухвалити постанову, ухвалити ухвалити, схвалити чи ухвалити, схвалити мовний словник грецька, схвалити грецькою
Переклади
- сфінкс грецькою - σφίγγα, Sphinx, σφίγγας, Το Sphinx
- схвалення грецькою - επιδοκιμασία, χειροκρότημα, οπισθογράφηση, επευφημίες, επευφημία, προκαλώ, έγκριση, ...
- схвалювати грецькою - οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
- схвалює грецькою - εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Випадкові слова
Схвалити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει
Переклади: εγκρίνω, επευφημώ, επιδοκιμάζω, χειροκροτώ, εγκρίνει, εγκρίνουν, έγκριση, να εγκρίνει