Учбовий грецькою
Переклад: учбовий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, Κατάρτισης, Κατάρτιση, Εκπαίδευσης, Επαγγελματικής Εκπαίδευσης
Інші мови
Споріднені слова: учбовий
учбовий рік 2014, учбовий комбінат добровільного пожежного товариства україни, учбовий центр курсор, учбовий центр новатор, учбовий транспортний засіб, учбовий мовний словник грецька, учбовий грецькою
Переклади
- учасник грецькою - συμμέτοχος, μέλος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
- участь грецькою - αποχωρητήριο, μυημένος, συνεργασία, μέρος, τμήμα, πλαίσιο, μέρους, ...
- учений грецькою - πανεπιστήμων, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
- учень грецькою - δόκιμος, μαθητής, φοιτητής, φοιτήτρια, σπουδαστής, μαθητή, φοιτητή, ...
Випадкові слова
Учбовий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, Κατάρτισης, Κατάρτιση, Εκπαίδευσης, Επαγγελματικής Εκπαίδευσης
Переклади: προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, Κατάρτισης, Κατάρτιση, Εκπαίδευσης, Επαγγελματικής Εκπαίδευσης