Mutilated in greek
Translation: mutilated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ακρωτηριασμένα, ακρωτηριασμένοι, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριασμένη
Other Languages
Related words: mutilated
the mutilated, mutilated definition, what does mutilated, mutilated body, mutilated money, mutilated language dictionary greek, mutilated in greek
Translations
- mutes in greek - σιγάσεις, σιγάσεων, μουγγους, λειτουργίας Mute, Mute που
- mutilate in greek - κουτσουρεύω, κολοβώνω, ακρωτηριάζετε, καταστρέφετε, ακρωτηριάζουν
- mutilates in greek - διαμελίζει, ακρωτηριάζει
- mutilating in greek - ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάζει, τον ακρωτηριασμό, ακρωτηριάζουν τους, να ακρωτηριάζουν
Random words
Mutilated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ακρωτηριασμένα, ακρωτηριασμένοι, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριασμένη
Translations: ακρωτηριασμένα, ακρωτηριασμένοι, ακρωτηριάζονται, ακρωτηριασμένο, ακρωτηριασμένη