Écharpe en grec
Traduction: écharpe, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κούνια, ταινία, σάλι, κορδέλα, κασκόλ, μαντίλι, μαντήλι, μαντίλα, φουλάρι
Autres langues
Mots associés / Définition (def): écharpe
comment tricoter, echarpe, laine écharpe, portage écharpe, tricot, écharpe dictionnaire de langue grec, écharpe en grec
Traductions
- échappés en grec - δραπέτευσε, διέφυγε, διέφυγαν, δραπετεύσει, διαφύγει
- écharde en grec - θραύσμα, σκλήθρα, νάρθηκας, αγκίδα, τσιπ, κομματάκι, σχισμοειδείς, ...
- écharper en grec - εγκοπή, τεμαχίζω, κόβω, τσεκουριά, πετσοκόβω, s'écharper
- échasse en grec - δύσκαμπτος, εξεζητημένος, πομπώδης, ξυλοπόδαρο, ξυλοπόδαρα, Καλαμοκανάς, ξυλοπόδαροι, ...
Mots aléatoires
Écharpe en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κούνια, ταινία, σάλι, κορδέλα, κασκόλ, μαντίλι, μαντήλι, μαντίλα, φουλάρι
Traductions: κούνια, ταινία, σάλι, κορδέλα, κασκόλ, μαντίλι, μαντήλι, μαντίλα, φουλάρι