Évangélique en grec
Traduction: évangélique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαμαρτυρόμενος, ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): évangélique
centre évangélique, chant évangélique, chrétien évangélique, culte évangélique, eglise evangelique, évangélique dictionnaire de langue grec, évangélique en grec
Traductions
- évalués en grec - αξιολογήθηκε, αξιολογούνται, αξιολογηθεί, αξιολογείται, αξιολογήθηκαν
- évangile en grec - ευαγγέλιο, Ευαγγέλιο, Ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, Gospel, του Ευαγγελίου
- évangéliste en grec - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
- évanoui en grec - αναίσθητος, ασυνείδητος, ασυνείδητο, αισθήσεις του, ασυνείδητη
Mots aléatoires
Évangélique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαμαρτυρόμενος, ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
Traductions: διαμαρτυρόμενος, ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές