Résolu en grec
Traduction: résolu, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θετικός, αποφασισμένος, εταιρία, αποφασιστικός, εδραίος, κατηγορηματικός, σταθερός, καθοριστικός, επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): résolu
non résolu, probleme résolu, problème résolu, résolu antonyme, résolu antonymes, résolu dictionnaire de langue grec, résolu en grec
Traductions
- résistées en grec - αντιστάθηκαν, αντιστάθηκε, αντισταθεί, αντίσταση
- résistés en grec - αντιστάθηκαν, αντιστάθηκε, αντισταθεί, αντίσταση
- résoluble en grec - διαλυτός, ήμερος, ευάγωγος, tractable, τιθασεύσει, προσιτό
- résolue en grec - επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
Mots aléatoires
Résolu en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θετικός, αποφασισμένος, εταιρία, αποφασιστικός, εδραίος, κατηγορηματικός, σταθερός, καθοριστικός, επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
Traductions: θετικός, αποφασισμένος, εταιρία, αποφασιστικός, εδραίος, κατηγορηματικός, σταθερός, καθοριστικός, επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση