Alocirati na grčkom
Prijevod: alocirati, Rječnik: hrvatski » grčki
Izvorni jezik:
hrvatski
Ciljani jezik:
grčki
Prijevodi:
αναθέτω, κατανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Povezane riječi
Drugi jezici
Povezane riječi: alocirati
alocirati znači, rec inicirati, alocirati znacenje reci, alocirati pojam, alocirati definicija, alocirati rječnik grčki, alocirati na grčkom
Prijevodi
- alkoholno na grčkom - αλκοολικός, αλκοολούχα, αλκοολικό, αλκοολούχων, αλκοολικού
- almanah na grčkom - καζαμίας, εορτολόγιο, ημερολόγιο, αλμανάκ, almanac, μηνολόγιον
- alpinist na grčkom - αλπινιστής, ορειβάτες, αλπινιστή, ενθουσιώδεις ορειβάτες
- alpinista na grčkom - ορειβάτης, αλπινιστής, alpinist, ορειβάτες, αλπινιστή, ενθουσιώδεις ορειβάτες
Nasumične riječi
Alocirati na grčkom - Rječnik: hrvatski » grčki
Prijevodi: αναθέτω, κατανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν
Prijevodi: αναθέτω, κατανέμω, κατανομή, διαθέσει, διαθέσουν, κατανέμει, κατανέμουν