Сом грецькою
Переклад: сом, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λίγοι, μερικοί, μερικός, λυκόψαρο, γατόψαρο, γατόψαρα, το γατόψαρο, γατόψαρου
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: сом
сом рыба, сом клариевый, сом плюс, сом на гриле, сом вишня, сом мовний словник грецька, сом грецькою
Переклади
- соліст грецькою - σολίστ, σολίστας, σολίστα, μονωδός, soloist
- солітер грецькою - ταινία, ταινίας, κεστοειδής σκώληκας, tapeworm, της ταινίας
- сон грецькою - τσίμπλα, κοιμάμαι, ονειρεύομαι, ύπνος, όνειρο, ονειρεύονται, το όνειρο, ...
- сонет грецькою - ασμάτιο, σονέττο, σονέτο, σονέτο του, σονέτου
Випадкові слова
Сом грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λίγοι, μερικοί, μερικός, λυκόψαρο, γατόψαρο, γατόψαρα, το γατόψαρο, γατόψαρου
Переклади: λίγοι, μερικοί, μερικός, λυκόψαρο, γατόψαρο, γατόψαρα, το γατόψαρο, γατόψαρου