Схов грецькою
Переклад: схов, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κηδεμονία, κράτηση, φύλαξη, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: схов
биг схов, схов тж цанли изле, схов тж, шов маст го он, схов тв, схов мовний словник грецька, схов грецькою
Переклади
- схиляти грецькою - ακαμψία, στροφή, κάμψη, κάμψης, καμπή, καμπής
- схилятися грецькою - πλώρη, τόξο, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
- схований грецькою - υπόγειος, αποστράτευση, κρυμμένο, κρυμμένα, κρυφό, κρυμμένη, κρύβεται
- схованка грецькою - κρύπτη, κρυφή μνήμη, μνήμη cache, κρυφής μνήμης, μνήμης cache
Випадкові слова
Схов грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κηδεμονία, κράτηση, φύλαξη, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
Переклади: κηδεμονία, κράτηση, φύλαξη, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση