Абавязковы на грэцкай
Пераклад: абавязковы, Слоўнік: беларуская » грэцкая
Зыходная мова:
беларуская
Мова перакладу:
грэцкая
Пераклады:
λεπτομερής, αναγκαίος, εξονυχιστικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Словы з сходным значэннем
Іншыя мовы
Словы з сходным значэннем: абавязковы
абавязковы слоўнік мовы грэцкая, абавязковы на грэцкай
Пераклады
- абавязкова на грэцкай - κατ 'ανάγκη, απαραίτητα, αναγκαστικά, απαραιτήτως
- абавязковасьць на грэцкай - ποιότητα, προσωπικότητα, οργή, διάθεση, σκληραίνω, φύση, μετριάζω, ...
- абагачаць на грэцкай - εμπλουτίζω, εμπλουτίσουν, εμπλουτίζουν, εμπλουτίσει, τον εμπλουτισμό, εμπλουτίσετε την
- абагульненне на грэцкай - γενίκευση, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Выпадковыя словы
Абавязковы на грэцкай - Слоўнік: беларуская » грэцкая
Пераклады: λεπτομερής, αναγκαίος, εξονυχιστικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
Пераклады: λεπτομερής, αναγκαίος, εξονυχιστικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής