Штурхаць на грэцкай

Пераклад: штурхаць, Слоўнік: беларуская » грэцкая

Зыходная мова:
беларуская
Мова перакладу:
грэцкая
Пераклады:
διεγείρω, χωμένος, φτιάχνω, πυροβολώ, σπρώξιμο, αποκτώ, προκαλώ, γρήγορος, παίρνω, δύναμη, αιτία, βλαστός, εξαναγκάζω, ώθηση, κατασκευάζω, εκτινάσσω, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Штурхаць на грэцкай
Словы з сходным значэннем
Іншыя мовы

Словы з сходным значэннем: штурхаць

штурхаць слоўнік мовы грэцкая, штурхаць на грэцкай

Пераклады

  • штаны на грэцкай - περισκελίδα, παντελόνι, παντελόνια, εσώρουχα, το παντελόνι, pants
  • што на грэцкай - τι, αυτό που, το τι, ποια
  • шыбка на грэцкай - γρήγορος, γοργός, γοργά, γρήγορα, ποτήρι, γυαλί, γυαλιού, ...
  • шыпокi на грэцкай - άφθονος, αρκετός, σαρωτικός, διεξοδικός, μεγάλος, φαρδύς, πλατύς, ...
Выпадковыя словы
Штурхаць на грэцкай - Слоўнік: беларуская » грэцкая
Пераклады: διεγείρω, χωμένος, φτιάχνω, πυροβολώ, σπρώξιμο, αποκτώ, προκαλώ, γρήγορος, παίρνω, δύναμη, αιτία, βλαστός, εξαναγκάζω, ώθηση, κατασκευάζω, εκτινάσσω, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης