Účinkovat v řečtině
Překlad: účinkovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, δουλεύω, εγχειρίζω, εργασία, έχει επίπτωση, έχουν επιπτώσεις, έχει επίδραση, έχουν επίδραση, έχουν συνέπειες
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: účinkovat
účinkovat antonyma, účinkovat gramatika, účinkovat křížovka, účinkovat pravopis, účinkovat synonymum, účinkovat jazykový slovník řečtina, účinkovat v řečtině
Překlady
- účetní v řečtině - λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
- účinek v řečtině - κρούση, επενεργώ, δουλεύω, σημασία, σύγκρουση, έκβαση, εντύπωση, ...
- účinkující v řečtině - καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών
- účinnost v řečtině - λειτουργία, φρονιμάδα, αποτελεσματικότητα, εξαναγκάζω, εγχείρηση, προτέρημα, επιχείρηση, ...
Náhodná slova
Účinkovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, δουλεύω, εγχειρίζω, εργασία, έχει επίπτωση, έχουν επιπτώσεις, έχει επίδραση, έχουν επίδραση, έχουν συνέπειες
Překlady: εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, δουλεύω, εγχειρίζω, εργασία, έχει επίπτωση, έχουν επιπτώσεις, έχει επίδραση, έχουν επίδραση, έχουν συνέπειες