Účinkující v řečtině

Překlad: účinkující, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών
Účinkující v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: účinkující

farma účinkující, partička účinkující, stardance účinkující, woodstock účinkující, účinkující antonyma, účinkující jazykový slovník řečtina, účinkující v řečtině

Překlady

  • účinek v řečtině - κρούση, επενεργώ, δουλεύω, σημασία, σύγκρουση, έκβαση, εντύπωση, ...
  • účinkovat v řečtině - εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, δουλεύω, εγχειρίζω, εργασία, έχει επίπτωση, ...
  • účinnost v řečtině - λειτουργία, φρονιμάδα, αποτελεσματικότητα, εξαναγκάζω, εγχείρηση, προτέρημα, επιχείρηση, ...
  • účinný v řečtině - αληθινός, κραταιός, ισχυρός, αποδοτικός, πρακτικός, ακμαίος, δυνατός, ...
Náhodná slova
Účinkující v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών