Účinnost v řečtině

Překlad: účinnost, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
λειτουργία, φρονιμάδα, αποτελεσματικότητα, εξαναγκάζω, εγχείρηση, προτέρημα, επιχείρηση, αποδοτικότητα, προσόν, δύναμη, βία, αρετή, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας
Účinnost v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: účinnost

antikoncepce, platnost účinnost, účinnost antikoncepce, účinnost antonyma, účinnost elektromotoru, účinnost jazykový slovník řečtina, účinnost v řečtině

Překlady

  • účinkovat v řečtině - εργάζομαι, δουλειά, λειτουργώ, δουλεύω, εγχειρίζω, εργασία, έχει επίπτωση, ...
  • účinkující v řečtině - καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών
  • účinný v řečtině - αληθινός, κραταιός, ισχυρός, αποδοτικός, πρακτικός, ακμαίος, δυνατός, ...
  • účtenka v řečtině - σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, καρέ, ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, ...
Náhodná slova
Účinnost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: λειτουργία, φρονιμάδα, αποτελεσματικότητα, εξαναγκάζω, εγχείρηση, προτέρημα, επιχείρηση, αποδοτικότητα, προσόν, δύναμη, βία, αρετή, απόδοσης, αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας