Účtenka v řečtině
Překlad: účtenka, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, καρέ, ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, παραλαβή, παραλαβής, την παραλαβή, λήψη, τη λήψη
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: účtenka
účtenka anglicky, účtenka antonyma, účtenka bez razítka, účtenka gramatika, účtenka jako daňový doklad, účtenka jazykový slovník řečtina, účtenka v řečtině
Překlady
- účinnost v řečtině - λειτουργία, φρονιμάδα, αποτελεσματικότητα, εξαναγκάζω, εγχείρηση, προτέρημα, επιχείρηση, ...
- účinný v řečtině - αληθινός, κραταιός, ισχυρός, αποδοτικός, πρακτικός, ακμαίος, δυνατός, ...
- účtovat v řečtině - βιβλιάριο, καπαρώνω, βιβλίο, χρέωση, επιβάρυνση, χρεώνουν, χρεώνει, ...
- účtování v řečtině - χρέωσης, τιμολόγησης, τιμολόγηση, χρέωση, χρέωσής
Náhodná slova
Účtenka v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, καρέ, ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, παραλαβή, παραλαβής, την παραλαβή, λήψη, τη λήψη
Překlady: σταματώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω, καρέ, ράμφος, λογαριασμός, νομοσχέδιο, παραλαβή, παραλαβής, την παραλαβή, λήψη, τη λήψη