Úporný v řečtině
Překlad: úporný, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, επίμονος, ισχυρογνώμων, ανυποχώρητος, διαρκής, πεισματάρης, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: úporný
úporný antonyma, úporný gramatika, úporný křížovka, úporný pravopis, úporný synonymum, úporný jazykový slovník řečtina, úporný v řečtině
Překlady
- úponka v řečtině - ψαλίδα, κληματίδα, tendril, έλικας, βλαστό
- úpornost v řečtině - επιμονή, εμμονή, πείσμα, την επιμονή, η επιμονή, επιμονής
- úprava v řečtině - τακτοποίηση, οικισμός, κατάλυμα, στέγαση, προσαρμογή, πρόσφορος, διευθέτηση, ...
- úpravný v řečtině - κομψός, εκλεπτυσμένος, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Náhodná slova
Úporný v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, επίμονος, ισχυρογνώμων, ανυποχώρητος, διαρκής, πεισματάρης, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Překlady: πεισμωμένος, ισχυρογνώμονας, επίμονος, ισχυρογνώμων, ανυποχώρητος, διαρκής, πεισματάρης, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο