Úzkoprsý v řečtině
Překlad: úzkoprsý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
στενόχωρος, στενός, ισχυρογνώμων, σφιχτός, στενόμυαλος, στενοκέφαλοι, στενοκέφαλος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: úzkoprsý
být úzkoprsý, úzkoprsý antonyma, úzkoprsý definícia, úzkoprsý gramatika, úzkoprsý je, úzkoprsý jazykový slovník řečtina, úzkoprsý v řečtině
Překlady
- územní v řečtině - εδαφικός, εδαφική, εδαφικής, εδαφικών, εδαφικές
- území v řečtině - επαρχία, κτήση, προσαράσσω, αρμοδιότητα, έδαφος, κυριαρχία, περιοχή, ...
- úzkost v řečtině - ατυχία, θλίψη, συναγερμός, άγχος, ανησυχία, ταραχή, αγωνιώ, ...
- úzkostlivost v řečtině - φόβος, ταραχή, σύλληψη, σχολαστικότητα, σχολαστική, meticulousness, η σχολαστικότητα, ...
Náhodná slova
Úzkoprsý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: στενόχωρος, στενός, ισχυρογνώμων, σφιχτός, στενόμυαλος, στενοκέφαλοι, στενοκέφαλος
Překlady: στενόχωρος, στενός, ισχυρογνώμων, σφιχτός, στενόμυαλος, στενοκέφαλοι, στενοκέφαλος