Činitel v řečtině

Překlad: činitel, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συντελεστής, παράγοντας, υπηρεσία, πρακτορείο, σεβασμός, σκέψη, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
Činitel v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: činitel

činitel antonyma, činitel denní osvětlenosti, činitel gramatika, činitel jakosti, činitel křížovka, činitel jazykový slovník řečtina, činitel v řečtině

Překlady

  • činidlo v řečtině - παράγων, μεσίτης, πράκτορας, αντιπρόσωπος, μέσο, παράγοντα
  • činit v řečtině - μέσος, πράξη, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κάνω, κάνει, ...
  • činnost v řečtině - εγχείρηση, πρακτορείο, διάβημα, θώκος, υπηρεσία, δουλειά, δουλειές, ...
  • činný v řečtině - δραστήριος, ζωντανός, ακμαίος, ενεργός, απασχολημένος, ενεργό, δραστική, ...
Náhodná slova
Činitel v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συντελεστής, παράγοντας, υπηρεσία, πρακτορείο, σεβασμός, σκέψη, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο