Štípat v řečtině
Překlad: štípat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κόβω, αγκίδα, πόρπη, διχοτομία, δαγκώνω, δάγκωμα, τσιμπώ, ζουλώ, πελεκώ, σχίζω, τσίμπημα, μοίρα, συνδετήρας, στύβω, μοιράζω, στριμώχνω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: štípat
štípat antonyma, štípat bambus, štípat dřevo, štípat dříví, štípat gramatika, štípat jazykový slovník řečtina, štípat v řečtině
Překlady
- štvát v řečtině - ξεκινώ, παρακινώ, σκύλος, κυνηγώ, καταδιώκω, δόλωμα, κυνηγητό, ...
- štíhlý v řečtině - αδυνατίζω, προσβάλλω, λεπτός, θίγω, ελαφρύς, μικρός, ισχνός, ...
- štípavý v řečtině - δηκτικός, ευκίνητος, nippy, σβέλτος, γρήγορο μέσον
- štípnout v řečtině - δάγκωμα, κλέβω, δαγκώνω, κεντρί, τσίμπημα, βουτώ, στριμώχνω, ...
Náhodná slova
Štípat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κόβω, αγκίδα, πόρπη, διχοτομία, δαγκώνω, δάγκωμα, τσιμπώ, ζουλώ, πελεκώ, σχίζω, τσίμπημα, μοίρα, συνδετήρας, στύβω, μοιράζω, στριμώχνω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη
Překlady: κόβω, αγκίδα, πόρπη, διχοτομία, δαγκώνω, δάγκωμα, τσιμπώ, ζουλώ, πελεκώ, σχίζω, τσίμπημα, μοίρα, συνδετήρας, στύβω, μοιράζω, στριμώχνω, διαίρεση, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διασπασμένη