Afektovaný v řečtině
Překlad: afektovaný, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δύσκαμπτος, πομπώδης, εξεζητημένος, επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: afektovaný
afektovaný antonyma, afektovaný gramatika, afektovaný křížovka, afektovaný pravopis, afektovaný projev, afektovaný jazykový slovník řečtina, afektovaný v řečtině
Překlady
- afektivní v řečtině - στοργικός, συναισθηματική, Συναισθηματικές, Συναισθηματικός, Συναισθηματικά, Affective
- afektovanost v řečtině - επιτήδευση, εκζήτηση, ευγένεια, αρχοντιά, την ευγένεια, gentility, το gentility
- afinita v řečtině - έλξη, αγχιστεία, συνάφεια, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
- aforismus v řečtině - γνωμικό, απόφθεγμα, αφορισμός, αφορισμό, ρητό, αφορισμού
Náhodná slova
Afektovaný v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δύσκαμπτος, πομπώδης, εξεζητημένος, επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
Překlady: δύσκαμπτος, πομπώδης, εξεζητημένος, επιτηδευμένος, επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν