Amulet v řečtině
Překlad: amulet, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: amulet
amulet 11.400, amulet antonyma, amulet care, amulet gramatika, amulet kola, amulet jazykový slovník řečtina, amulet v řečtině
Překlady
- amputace v řečtině - ακρωτηριασμός, αποκοπή, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
- amputovat v řečtině - ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
- anachronický v řečtině - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
- anachronismus v řečtině - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
Náhodná slova
Amulet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
Překlady: φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του