Autorizovat v řečtině
Překlad: autorizovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: autorizovat
autorizovat antonyma, autorizovat gramatika, autorizovat htc sense, autorizovat itunes, autorizovat křížovka, autorizovat jazykový slovník řečtina, autorizovat v řečtině
Překlady
- autoritářský v řečtině - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- autorizace v řečtině - εξουσιοδότηση, Έγκριση, Άδεια, Η άδεια, εξουσιοδότησης
- autostráda v řečtině - αυτοκινητόδρομος, αυτοκινητόδρομο, αυτοκινητόδρομου, αυτοκινητόδρομων
- averze v řečtině - αποστροφή, αποστροφής, απέχθεια, η αποστροφή, την αποστροφή
Náhodná slova
Autorizovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Překlady: να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν