Bojkot v řečtině
Překlad: bojkot, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: bojkot
bojkot antonyma, bojkot gramatika, bojkot jako jeden z nástrojů osn kterým rada bezpečnosti může zakročit při porušování míru znamená, bojkot kojení, bojkot kojení jak dlouho, bojkot jazykový slovník řečtina, bojkot v řečtině
Překlady
- bojechtivost v řečtině - επιθετικότητα, φιλοπόλεμη διάθεση, επιθετικότητας, εμπλοκή σε πόλεμο, εριστικότητα
- bojechtivý v řečtině - φιλοπόλεμος, άγριος, εριστικός, κτηνώδης, επιθετικός, την καταπολέμηση της, πάλης, ...
- bojkotovat v řečtině - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- bojler v řečtině - καυστήρας, καζάνι, λέβητας, λέβητα, του λέβητα, boiler, μπόιλερ
Náhodná slova
Bojkot v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Překlady: μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ