Cementovat v řečtině

Překlad: cementovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μπετό, λάσπη, τσιμέντο, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
Cementovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: cementovat

cementovat a kalit, cementovat antonyma, cementovat do hloubky, cementovat gramatika, cementovat křížovka, cementovat jazykový slovník řečtina, cementovat v řečtině

Překlady

  • cembalo v řečtině - είδος παλαιού πιάνου, τσέμπαλο, αρπίχορδο, τσέμπαλου, αρπίχορδου
  • cementace v řečtině - τσιμεντοποίηση, συγκόλληση, τσιμέντωση, cementation, τσιμέντωσης
  • cena v řečtině - κόστος, έπαθλο, απονέμω, κοστίζω, φροντίδα, βραβείο, αναλογία, ...
  • cenina v řečtině - γραμματόσημο, χαρτόσημα, μονόφυλλα, ταχυδρομικά είδη, ταχυδρομικά είδη με, διάφορα ταχυδρομικά είδη, διάφορα ταχυδρομικά είδη με
Náhodná slova
Cementovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μπετό, λάσπη, τσιμέντο, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας