Důchod v řečtině

Překlad: důchod, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ενοικιάζω, συνταγή, σύνταξη, ενοίκιο, νοίκι, πρόσοδος, αποστράτευση, εισόδημα, έσοδο, απολαβή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
Důchod v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: důchod

důchod 2014, důchod antonyma, důchod gramatika, důchod kalkulačka, důchod křížovka, důchod jazykový slovník řečtina, důchod v řečtině

Překlady

  • dřívější v řečtině - πρώην, αργός, πρόσθιος, προηγούμενος, αποθανών, όψιμος, αργά, ...
  • dříč v řečtině - αγγαρεία, τρίζω, αλέθω, λιώνω, δουλεύω σκληρά, Drudge, δουλευτής, ...
  • důchodce v řečtině - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • důkaz v řečtině - απόδειξη, κατάθεση, διαδήλωση, πειστήριο, επίδειξη, στοιχεία, μαρτυρία, ...
Náhodná slova
Důchod v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ενοικιάζω, συνταγή, σύνταξη, ενοίκιο, νοίκι, πρόσοδος, αποστράτευση, εισόδημα, έσοδο, απολαβή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης