Důkazní v řečtině
Překlad: důkazní, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
απόδειξη, μαρτυρία, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείξεις
Jiné jazyky
Příbuzná slova: důkazní
důkazní antonyma, důkazní břemeno, důkazní břemeno osř, důkazní břemeno směnka, důkazní břemeno správní řízení, důkazní jazykový slovník řečtina, důkazní v řečtině
Překlady
- důchodce v řečtině - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
- důkaz v řečtině - απόδειξη, κατάθεση, διαδήλωση, πειστήριο, επίδειξη, στοιχεία, μαρτυρία, ...
- důkladnost v řečtině - επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
- důkladný v řečtině - βαθυστόχαστος, γερός, ήχος, ουσιαστικός, αξιόλογος, φωνή, εξονυχιστικός, ...
Náhodná slova
Důkazní v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: απόδειξη, μαρτυρία, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείξεις
Překlady: απόδειξη, μαρτυρία, αποδεικτικό στοιχείο, αποδεικτικά στοιχεία, αποδείξεις