Důsledek v řečtině
Překlad: důsledek, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σημασία, συνέπεια, έκβαση, υπόνοια, επίπτωση, αποτέλεσμα, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: důsledek
důsledek antonyma, důsledek gramatika, důsledek inflace, důsledek křížovka, důsledek nezaměstnanosti, důsledek jazykový slovník řečtina, důsledek v řečtině
Překlady
- důraz v řečtině - τόνος, άγχος, στρες, έμφαση, τονίζω, σημασία, έμφασης
- důrazný v řečtině - εμφατικός, εμφατική, εμφατικό, έμφαση, κατηγορηματική
- důstojenství v řečtině - αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
- důstojnost v řečtině - αξιοπρέπεια, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Náhodná slova
Důsledek v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σημασία, συνέπεια, έκβαση, υπόνοια, επίπτωση, αποτέλεσμα, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος
Překlady: σημασία, συνέπεια, έκβαση, υπόνοια, επίπτωση, αποτέλεσμα, λόγω, αποτελέσματα, αποτελέσματος